- διατερσαίνω
- διατερσαίνω, strengthd. for τερσαίνω, Prisc.p.301 D., Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διατερσαίνω — (Α) καταξεραίνω, στεγνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + τερσαίνω < τέρσομαι*] … Dictionary of Greek
διατερσαίνω — διά τερσαίνω dry up pres subj act 1st sg διά τερσαίνω dry up pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)